Οι φιγούρες

Ο Καραγκιόζης

Είναι ο ιδανικός τύπος του φτωχού Έλληνα, του τόσο φτωχού, που έχει πια απαρνηθεί κάθε ιδιωτική φροντίδα κι έχει εξυψωθεί σε εύθυμη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Είναι αγαθός, σκληρός καμιά φορά στα αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση να ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος. Δεν είναι ταπεινός, ούτε όταν δέρνεται. Το δέχεται κι αυτό σαν μια κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του, με την ίδια εύθυμη εγκαρτέρηση και το ίδιο ειρωνικό του κέφι.

Ο Χατζηαβάτης

Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφης, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις κατεργαριές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο, προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει.

Ο Μπέης

Αντιπροσωπεύει τον εύπορο αστό και γενικά τον άνθρωπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Είναι καλός οικογενειάρχης, ηθικός και συνήθως δίνει παραγγελίες στο Χατζηαβάτη για διάφορες υποθέσεις του, χρησιμοποιώντας τον σαν τελάλη ή μεσίτη και ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο την πλοκή της υπόθεσης.

Ο Διονύσιος

Επινόηση του καραγκιοζοπαίκτη Μίμαρου. Σατιρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από τη Ζάκυνθο ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του, όπως και οι συντοπίτες του. Είναι καλοντυμένος, φορά ψηλό καπέλο και παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του, Καραγκιόζη.

Ο Εβραίος

Η φιγούρα του Εβραίου και τα τραγούδια του που μείνανε στην παράδοση είναι του Γιάννη Πρεβεζάνου. Το όνομά του είναι Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εμπόρου της πόλης και συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ οικονόμος, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη γιατί είναι δεμένος σε δυο μεριές και όταν χορεύει  κουνιέται η μέση και το κεφάλι του σαν να είναι «ξεβιδωμένος», με αποτέλεσμα να γελάνε οι θεατές.

Ο Μορφονιός

του Αντώνη Μόλλα

 Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι μικρόσωμος με πελώριο κεφάλι και μακριά, μύτη για αυτό μιλάει και με αυτή. Παρόλα αυτά, έχει την εντύπωση ότι είναι τόσο όμορφος, ώστε θέτει υψηλούς στόχους, όπως ένα γάμο με την κόρη του πασά. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.

Ο Μπάρμπα – Γιώργος

Δημιούργημα του Γιάννη Ρούλια. Εκπροσωπεί τον βουνίσιο Έλληνα, τον γνήσιο Ρουμελιώτη, που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και για αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.

Ο Σταύρακας

του Πειραιώτη Γιάννη Μώρου

Ντυμένος κουτσαβάκικα, έχει θεωρία παλικαρά αλλά στην ουσία είναι θρασύδειλος, καυχησιάρης και «ψευτόμαγκας». Ονομάζεται Σταυράκης Τζίμης από τον «Περαία».

Ο Πασάς

Είναι ο εκπρόσωπος της τούρκικης εξουσίας και την επισημότητά του την εκδηλώνει με το σοβαρό, αυστηρό ύφος του και με τον στόμφο της ομιλίας του. Είναι επιβλητικός, με πλούσιο ντύσιμο και δεν τραγουδάει ποτέ όπως τα άλλα πρόσωπα του θιάσου επειδή θεωρείται αξιοσέβαστος.

Ο Βεληγκέκας

Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δημόσιας τάξης. Είναι Τουρκαλβανός στην καταγωγή, κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά άσχημα τα ελληνικά με ανάμικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις.

Ο Μέγας Αλέξανδρος

Ως βασιλιάς της Μακεδονίας είναι όμορφος, γενναίος και ευγενικός. Θεωρείται το σύμβολο του ελληνισμού. Η φιγούρα, όπως και το έργο «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» ήταν γέννημα του Μίμαρου. 

Η Αγλαΐα

Σύζυγος του Καραγκιόζη. Ο χαρακτήρας μιας φτωχής, φιλότιμης και υπάκουης Ελληνίδας νοικοκυράς, που προσπαθεί να κερδίσει χρήματα, δουλεύοντας σε πλούσιες οικογένειες.

Τα κολλητήρια

Τα τρία παιδιά του Καραγκιόζη. Ο Κολλητήρης, που εμφανίζεται πιο συχνά στο πανί και μοιάζει στον πατέρα του, ο Κοπρίτης, που είναι τεμπελάκος και ο Μιρικόγκος, που είναι ο μικρότερος και ο πιο έξυπνος.

Η Βεζυροπούλα Χαριέ ή Φατμέ

Η καλομαθημένη κόρη του Πασά, η οποία σέβεται τον πατέρα της, δείχνει να τον υπακούει αλλά προσπαθεί με δόλο να γίνεται πάντοτε το δικό της.

Πώς κατασκευάζονται οι φιγούρες

Υλικά – Εργαλεία – Σούστες - Μεντεσέδες

Από την εποχή του Μίμαρου μέχρι το 1916, η φιγούρα  του Καραγκιόζη ήταν από λαμαρίνα ή χοντρό κασσίτερο. Τα πόδια και η μέση συνδέονταν με κορδόνι ή σπάγκο. Οι υπόλοιπες φιγούρες ήταν φτιαγμένες από χαρτόνι. Από το 1923,  όλοι κατασκεύαζαν κάποιες φιγούρες από δέρμα νεαρού μοσχαριού γιατί ήταν το καλύτερο και το πιο λευκό.

Μερικοί καραγκιοζοπαίκτες χρησιμοποιούσαν μια πρώτη μορφή σκληρής ζελατίνης, η οποία σαν υλικό τελικά αποδείχτηκε άχρηστο, εφόσον οι φιγούρες έσπαζαν μετά από λίγο.

Από το 1953 μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι παίκτες φτιάχνουν τις φιγούρες τους από πλαστικό, ωστόσο,  αυθεντικές, θεωρούνται εκείνες  από χαρτόνι, γιατί δίνει το καλύτερο αποτέλεσμα στο μπερντέ με τις πιο μικρές λεπτομέρειες.

Όσον αφορά τη σούστα, τον μηχανισμό δηλαδή που δίνει τη δυνατότητα στη φιγούρα να περιστρέφεται, το 1924, ο καραγκιοζοπαίκτης Λευτέρης Κελαρινόπουλος,, επινόησε τους μεντεσέδες. Μέχρι τότε, όλες οι σκιές ήταν καρφωμένες σταθερά σε ένα κομμάτι ξύλου μήκους περίπου 40 – 50 εκατοστών, οπότε έπρεπε να καρφωθούν προσεκτικά στη σωστή θέση ανάλογα με την πλευρά  που έπρεπε να εμφανιστεί κάθε φιγούρα στο πανί. Αντίθετα, με το μεντεσέ μπορεί να γυρίζει και να αλλάζει φορά εύκολα.

Στην αρχή ο μεντεσές ήταν φτιαγμένος από χοντρό κασσίτερο και καρφωμένος σε ένα κομμάτι ξύλο. Αργότερα, όμως, κατασκευάστηκε από χοντρή λαμαρίνα ενώ στερεωνόταν σε ένα λεπτό στρογγυλό κομμάτι σίδερο με τέτοιο τρόπο, ώστε η φιγούρα να στέκεται στερεωμένη στη γωνία της. Σε αυτό προστέθηκε μια ξύλινη λαβή για να την πιάνει ο καραγκιοζοπαίκτης. Στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν μερικές μικρές βίδες, βγαλμένες από τα παλιά ποδήλατα.

Η Παράσταση

Σκηνή – Φωτισμός – Ηχητικά Εφέ - Μουσική

Η σκηνή του Καραγκιόζη κυμαίνεται από δύο μέχρι τέσσερα μέτρα πλάτος και έχει βάθος περίπου δύο μέτρα, ανάλογα με το μήκος της. Πίσω από τον παίκτη, υπάρχουν ένα ή δύο ράφια όπου κρεμά τις φιγούρες που θα χρησιμοποιηθούν στην παράσταση. Το πανί της σκηνής πρέπει να είναι καλά τεντωμένο, έτσι ώστε να φαίνεται η παραμικρή τους λεπτομέρεια.

Μέχρι το 1908, ο μπερντές του Καραγκιόζη φωτιζόταν με λυχνάρια. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε αεριόφωτο ή ασετιλίνη. Από το 1918, οι καραγκιοζοπαίκτες τοποθετούσαν ηλεκτρικές λάμπες πίσω από το πανί, (ράμπα), πάνω σε ένα ράφι του ίδιου μήκους.

Ο καραγκιοζοπαίκτης, συνήθως, γνωρίζει τις παραστάσεις από έξω, αλλά δύο διαφορετικέ ς παρουσιάσεις του ίδιου έργου, μπορεί να περιέχουν διαφορετικές εκφράσεις και το νόημα να είναι το ίδιο. Η παράσταση βασίζεται σε αυτοσχέδια ανέκδοτα και αστεία που εξαρτώνται από την προέλευση και την ηλικία του κοινού. Πραγματοποιεί όλη την παράσταση μόνος του, συμπεριλαμβανομένων όλων των φωνών των χαρακτήρων. Φυσικά έχει τον βοηθό ή τους βοηθούς του να του δίνουν ό,τι χρειαστεί, ή να προκαλούν τους διάφορους θορύβους: να χτυπούν συντονισμένα παλαμάκια για τον ήχο ενός χαστουκιού που δίνει ο Καραγκιόζης, να χτυπούν με τα πόδια έναν τενεκέ με καρφιά όταν ο Καραγκιόζης χτυπάει κάποιον με το ποτιστήρι, να δημιουργούν τον θόρυβο της βροντής με ένα λεπτό φύλλο κασσίτερου κ.λ.π.

Κάποτε, ο τραγουδιστής ήταν ο απαραίτητος συνεργάτης ενός καλλιτέχνη του είδους και ένας καλός παίκτης, ήξερε ότι ένας τραγουδιστής του ήταν απαραίτητος. Είχε και τους οργανοπαίκτες του. Το κοινό περίμενε όχι μόνο να δει το έργο αλλά να ακούσει και τα τραγούδια. Όμως, μετά το 1932, κάποιοι καραγκιοζοπαίκτες αντικατέστησαν τον τραγουδιστή με δίσκους στο γραμμόφωνο, για να εξοικονομήσουν χρήματα. Αργότερα, η τεχνολογία προχώρησε και μετά το γραμμόφωνο, άρχισαν να χρησιμοποιούν το μαγνητόφωνο, το κασετόφωνο και τώρα η νεότερη γενιά χειρίζεται τα δικά της cd  players.